- αμφίβλημα
- ἀμφίβλημα, το (Α) [αμφιβάλλω]1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης2. περίφρακτος χώρος, στοά3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίβλημα — something thrown round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβλήματα — ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβλήματι — ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβλήματ' — ἀμφιβλήματα , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl ἀμφιβλήματι , ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg ἀμφιβλήματε , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek